- Πιτθέως
- Πιτθέω̆ς , Πιτθεύςmasc gen sgΠιτθεύςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παίδευμα — παίδευμα, τὸ (Α) [παιδεύω] 1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.) 2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.) 3. (για ζώα)… … Dictionary of Greek